- βωμός
- ο1. χαμηλό κτίσμα για θυσίες, θυσιαστήριο: Στην αρχαιότητα οδηγούσαν στο βωμό πολλά σφάγια ως θυσία στους θεούς.2. άλλη ονομασία για την Αγία Τράπεζα.3. μτφ., ιερός σκοπός: Πολλοί θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας. – Υπέρ βωμών και εστιών (φρ., για χάρη των πιο ιερών πραγμάτων).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.